διασπορά — διασπορά̱ , διασπορά scattering fem nom/voc/acc dual διασπορά̱ , διασπορά scattering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασπορᾷ — διασπορά scattering fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… … Dictionary of Greek
διασπορά — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διασπείρω, η διάδοση: Οι Έλληνες της διασποράς έχουν διαπρέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασκεδασμός — Διασπορά, διασκορπισμός· εξαφάνιση, διάλυση· ταραχή, σύγχυση. δ.φωτός.Η εξάρτηση της ταχύτητας του κύματος και του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος. Αποτέλεσμα αυτού είναι το φαινόμενο του διαχωρισμού μιας ακτίνας μη μονοχρωματικού φωτός… … Dictionary of Greek
διασποράν — διασπορά̱ν , διασπορά scattering fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασποράς — διασπορά̱ς , διασπορά scattering fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασποραῖς — διασπορά scattering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασποραί — διασπορά scattering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασπορᾶς — διασπορά scattering fem gen sg (attic doric aeolic) διασπορεύς disperser masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Diaspora — For other uses, see Diaspora (disambiguation). A diaspora (from Greek διασπορά, scattering, dispersion )[1] is the movement, migration, or scattering of people away from an established or ancestral homeland [2] or people dispersed by whatever… … Wikipedia